κλωναράκι

κλωναράκι
το
υποκορ. του κλωνάρι μικρό κλωνάρι: Έσπασε ένα κλωναράκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλωναράκι — το μικρό κλωνάρι, κλαδάκι …   Dictionary of Greek

  • δεντρουλάκι — το 1. μικρό δενδράκι 2. παροιμ. «απ αυτό το δενδρουλάκι είν αυτό το κλωναράκι» τα παιδιά κληρονομούν ιδιότητες τών γονιών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. δεντρούλι] …   Dictionary of Greek

  • κλαράκι — το κλαδάκι, κλωναράκι, κλαδίσκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”